- ευθύφορος
- -η, -ο1. αυτός που πορεύεται ή βάλλεται κατευθείαν2. φρ. «ευθύφορη βολή» — βολή που εκτελείται με ισχυρά γεμίσματα και μικρές γωνίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + -φορος < φέρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθυφορία — εὐθυφορία και εὐθυφορά, ἡ (Α) [ευθύφορος] ευθύγραμμη κίνηση … Dictionary of Greek
ευθυφορούμαι — εὐθυφοροῡμαι, έομαι (Α) [ευθύφορος] κινούμαι σε ευθεία γραμμή («εὐθυφορούμενον σῶμα») … Dictionary of Greek